- ξηραινομένων
- ξηραίνω—parchpres part mp fem gen plξηραίνω—parchpres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λινελαΐνη — η χημ. οργανική ένωση, γλυκερίδιο τού λινελαϊκού οξέος, που είναι συστατικό τών ξηραινόμενων ελαίων … Dictionary of Greek
λυοφιλίωση ή λυοφίλιση — Μέθοδος ξήρανσης, η οποία βασίζεται στην εξάτμιση του νερού σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και εφαρμόζεται στην επεξεργασία ουσιών που διασπώνται ή αλλοιώνονται εύκολα με τη θέρμανση. Ο όρος λ. προέρχεται από το γεγονός ότι οι ουσίες που… … Dictionary of Greek